Είχα αναφερθεί στο θέμα αυτό σε άρθρο μου του 2018 (Η επέλαση του παγκόσμιου μίσους) θεωρώντας ότι το παγκόσμιο μίσος είναι πια ανεξέλεγκτο. Επειδή το πρόβλημα αυτό είναι εξαιρετικά σοβαρό, επανέρχομαι στο σημερινό άρθρο μου για να δώσω έμφαση στους λόγους για τους οποίους είναι ανεξέλεγκτο.
Σήμερα όλοι βλέπουν πως η παγκόσμια κατάσταση είναι εύφλεκτη, ακραίες απαιτήσεις, υποδαύλιση διασπάσεων, συμφέροντα, θόρυβος προπαγάνδας, όπλα καταστροφικά, πολεμικές συγκρούσεις που ακόμη είναι περιφερειακές αν και εμπλέκονται σε αυτές μεγάλες δυνάμεις. Οι δικαιολογίες είναι πάμπολλες, συχνά ψεύτικες, και πίσω από το τυχόν δίκιο, συνήθως, κρύβονται ανομολόγητες προθέσεις ισχύος.
Ευχόμαστε να γίνει κάποιο θαύμα και ο κόσμος θα σωθεί από τις διάφορες καταστροφές που όλοι βλέπουν πια να έρχονται. Όμως, χωρίς ορισμένες θεμελιώδεις αλλαγές, αυτή η σωτηρία είναι ανέφικτη για ορισμένους λόγους:
1)Οι κρίσεις των ανθρώπων στην πλειονότητα των περιπτώσεων αναμειγνύουν και συγκρίνουν διαφορετικά επίπεδα πραγματικότητας. Κρίνουν τους αντιπάλους όχι βάσει της συμπεριφοράς, δηλαδή της αντικειμενικής πραγματικότητας, αλλά βάσει των υποτιθέμενων αρνητικών ψυχολογικών τους στοιχείων, δηλαδή της εικαζόμενης εσωτερικής πραγματικότητας (π.χ. αυτός είναι κακός, είναι ψεύτης, είναι επιθετικός από χαρακτήρα, πράγμα που μπορεί μερικές φορές να αληθεύει) και με αυτή την κρίση θεωρούν ότι η δική τους πλευρά μπορεί να κάνει ό,τι θέλει, ότι, εφ’ όσον είναι καλύτερη, έχει κάθε δικαιολογία να συντρίψει και να διαλύσει τον αντίπαλο, παραβαίνοντας τον νόμο. Όμως στο διεθνές δίκαιο δεν μπορούμε να κρίνουμε τα πράγματα βάσει των εικαζόμενων χαρακτηριστικών των λαών, αλλά μόνον βάσει των αντικειμενικών γεγονότων και των ορατών προθέσεων που προκύπτουν από τα γεγονότα αυτά. Για παράδειγμα, αν πούμε ότι η Γερμανία είναι μια κακή χώρα, γιατί είχε ναζισμό, κατέστρεψε τον τότε κόσμο και έχει ακόμη ροπή στον ναζισμό, τι θα πρέπει να κάνουμε; Να την εξαφανίσουμε από τον χάρτη, να την κατακτήσουμε, να επεκταθούμε σε βάρος της; Σε μια τέτοια περίπτωση είναι η παραβίαση του διεθνούς δικαίου αποδεκτή; Αυτή είναι συνταγή καταστροφής. Δυστυχώς, η προπαγάνδα (η όποια προπαγάνδα) κάνει αυτό ακριβώς το πράγμα. Αναμειγνύει ασταθείς και αόριστες συναισθηματικές εντυπώσεις και ψυχολογικά στοιχεία με την αντικειμενική πραγματικότητα (π.χ. τον νόμο) και παίζει το παιχνίδι της δικαιολογίας και της αθωότητας για οποιαδήποτε πράξη. Αυτό δεν συμβαίνει μόνον στην πολιτική, αλλά και στην θρησκεία και οπουδήποτε.
Επομένως, το πρώτο πράγμα που χρειαζόμαστε είναι να διακρίνουμε μεταξύ τους τα διάφορα επίπεδα κριτικής, δηλαδή τι ακριβώς κρίνουμε και συγκρίνουμε, έτσι ώστε να μείνουμε στο πεδίο των αληθινών δυνατοτήτων για βελτίωση, αντί να πελαγοδρομούμε σε φαντασιώσεις, ανέφικτα πράγματα και προτιμήσεις. Η κοινή γνώμη έχει μεγάλη βαρύτητα. Αν δεν είχε, δεν θα υπήρχε η προπαγάνδα. Αυτή όμως η κοινή γνώμη είναι η κύρια ευθύνη των λαών και δεν είναι απλώς μία γνώμη, αλλά ένας ολόκληρος τρόπος αντίληψης και ζωής, είναι το πεδίο των κριτηρίων και των προθέσεών μας.
2)Το μίσος που καλλιεργείται επιπόλαια στους λαούς από άλλους ή αναπαράγεται από τους ίδιους, όταν ριζώσει, δεν ξεριζώνεται εύκολα. Γενιές ολόκληρες μεγαλώνουν με αυτό το μίσος και διαπλάθουν χαρακτήρες. Μερικοί νομίζουν πως, αν αλλάξουμε την ιστορία και κρύψουμε τις σκληρές αλήθειες, τότε το μίσος θα εξαφανιστεί. Όμως αυτό είναι λάθος. Το ψέμα είναι και αυτό φυτώριο μίσους, γιατί οι αρνητικές ψυχολογικές τάσεις αποτελούν μία συνεχή πραγματικότητα που εξακολουθεί να λειτουργεί και να υποσκάπτει τις σχέσεις, θα δημιουργήσει αιφνιδιασμό και ο αιφνιδιασμός θα προκαλέσει πάλι το μίσος. Τέτοιες τακτικές είναι τακτικές κουκουλώματος των προβλημάτων και μέσα για σκοπούς αρνητικούς. Εξάλλου, η καλλιέργεια αυταπάτης είναι και αυτή ένα είδος μίσους, γιατί αποβλακώνει τον άνθρωπο και τον στερεί από την δυνατότητα διάκρισης και απόφασης. Το μίσος μπορεί να πάρει πολλές μορφές και δεν είναι μόνον αυτή η ενεργητική έκφραση επιθετικότητας. Βρίσκεται σε κάθε τάση χωριστικότητας είτε απέναντι στο περιβάλλον είτε μέσα στον ίδιο τον εαυτό, σαν αποξένωση, αδιαφορία, παθητικότητα, ατομισμός. Εμείς απλώς προσπαθούμε να αντιμετωπίσουμε τις συνέπειες κρατώντας άθικτο τον πυρήνα.
Θα ρωτήσει κανείς τι θα πρέπει να γίνει τότε. Τα ιστορικά μίση δεν είναι καλός σύμβουλος. Όντως δεν είναι. Όμως η ιστορία δεν πρέπει να αναπαράγεται, αλλά να είναι πηγή εμπειρίας και βελτίωσης. Χωρίς κατανόηση και αποδοχή των μεγάλων αρχών ή των ιδεών ή, αν θέλετε, των νοημάτων της ζωής, που είναι αυτά που αποτελούν τον δρόμο της βελτίωσης, δεν μπορούμε να αρθούμε πάνω από την εμπειρία, όχι για να την ξεχάσουμε, αλλά για να πάρουμε αποφάσεις ταιριαστές στο μέλλον. Η εμπειρία έχει σαν σκοπό την γνώση, δεν είναι αυτοσκοπός. Η ιστορία είναι γεμάτη νόημα και όχι επανάληψη εμπειριών, είναι το πεδίο όπου ξεκαθαρίζονται στη συνείδηση τα αναγκαία από τα μη αναγκαία. Το μίσος είναι μία εμπλοκή στο παρελθόν. Το μη-μίσος, από την άλλη, δεν είναι αποδοχή οποιασδήποτε συμπεριφοράς, αξίας, άποψης ούτε παθητικότητα, άγνοια ή μη-αντίδραση. Η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο μίσος και το μη-μίσος είναι πολύ λεπτή και αδιόρατη. Εξαρτάται από το σημείο από το οποίο αντιμετωπίζεις τα πράγματα, την οπτική γωνία και την πρόθεση.
3)Οι δυνάμεις που ελέγχουν σήμερα τον κόσμο έχουν διαμορφωθεί τόσο βαθιά και σταθερά που δεν είναι πια δυνατόν να κάνουν βήματα πίσω. Αυτή η διαμόρφωση δεν αφορά μόνον την οικονομία, αλλά την πολιτική επιρροή, τον πολιτισμό, τον τρόπο αντίληψης, τα μέσα ελέγχου, τα πάντα. Τα ίδια τα πράγματα και η αδράνειά τους έχουν την δική τους δυναμική, που δεν είναι δυνατόν να αναχαιτιστεί, εκτός και αν μεγάλα πλήθη ανθρώπων σταθούν ενάντια σε αυτό το ρεύμα καταστροφής με διαύγεια και όχι με ευχολόγια και αβάσιμες επιθυμίες για κάποιο θαύμα. Για παράδειγμα, τα μέσα ελέγχου είναι πλέον εξαιρετικά ισχυρά, πράγμα που οφείλεται στην τεχνολογία, όπως τα όπλα, τα μμε, η οικονομία κ.ά. Το δέλεαρ της εξουσίας έχει, λοιπόν, αυξηθεί υπερβολικά επειδή παρέχει μεγάλες δυνατότητες που δεν υπήρχαν πριν και δεν πιστεύω ότι έχουμε σαν άνθρωποι επαρκή αντισώματα να αντιτάξουμε απέναντι σε αυτές τις δυνατότητες με περίσκεψη και μέριμνα για τον κόσμο, ώστε να μην κάνουμε κακή χρήση.
4)Ο ανταγωνισμός και η σύγκρουση παραμένουν και αυξάνονται. Ανταγωνισμός στην προσωπική και επαγγελματική ζωή, ανταγωνισμός στις εθνικές και διεθνείς σχέσεις, ανταγωνισμός στις ιδεολογίες, τις θρησκείες, στην επιστήμη, στις απόψεις – παντού. Ο ανταγωνισμός και η σύγκρουση δεν ταυτίζονται. Ο ανταγωνισμός είναι η σκόπιμη επιδίωξη υπεροχής που μπορεί να οδηγήσει και σε σύγκρουση. Όμως η σύγκρουση καθεαυτήν μπορεί να έχει ορθά κίνητρα, π.χ. την ελευθερία ή την ισότητα. Αλλά το να περιμένουμε ειρήνη μέσα σε συνθήκες αδιάλειπτου ανταγωνισμού σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο είναι μία φαντασίωση του χειρίστου είδους. Βλέπουμε ότι εδώ έχουμε πρόβλημα κινήτρων, κατεύθυνσης, και όχι μόνον συνθηκών. Η συνείδηση είναι ο μοχλός του κοινωνικού γίγνεσθαι, δεν είναι φυσικό φαινόμενο.
5)Ο θρησκευτικός φανατισμός. Ο φανατισμός χαρακτηρίζει συχνά τις σχέσεις κάθε είδους, όταν όμως πάρει θρησκευτική χροιά και προβάλει στο διεθνές πολιτικό πεδίο, τότε τα πράγματα είναι ακόμη δυσκολότερο να ανασχεθούν. Αυτό συμβαίνει, γιατί το θρησκευτικό συναίσθημα συνοψίζει μέσα του αυτό που αντιτάσσεται στον φόβο του θανάτου και γι’ αυτό έχει μεγάλη δύναμη και βάθος. Δεν φταίει το θρησκευτικό αίσθημα στον πυρήνα του, δεν φταίει η φύση του, αλλά το πώς διαμορφώνεται από την ανθρώπινη αντίληψη, πώς κατανοεί ο άνθρωπος την έννοια του θείου, των νοημάτων. Αν επιπλέον θεωρήσουμε και την αθεΐα ως θρησκεία υπό ευρεία έννοια, επειδή απαντάει σε εσχατολογικά ερωτήματα, τότε θα μπορέσουμε να εξηγήσουμε και τον φανατισμό που διακρίνει και αυτήν.
6)Η αδράνεια και η παθητικότητα των ανθρώπων, ο αυτοπεριορισμός σε μια αδύναμη ατομικότητα με τον μικρόκοσμό της, η αδιαφορία για τα κοινά και η αυταπάτη της ατομικής σωτηρίας μέσα σε έναν απέραντο κόσμο που φλέγεται κυριολεκτικά. Τα θαύματα δεν προέρχονται πάντοτε από εξωτερικούς παράγοντες, αντίθετα βρίσκονται και μέσα μας, όπως είναι π.χ. η ικανότητα διάκρισης και αποφάσεων. Το ζήτημα είναι ότι πρέπει αυτά τα δύο να ισορροπήσουν μεταξύ τους, ώστε ο άνθρωπος να κάνει χρήση των δυνατοτήτων του. χωρίς να παθητικοποιείται. Αυτή η αυτοφυλάκιση όμως είναι πολύ δύσκολο να αλλάξει. Συνήθως, αυτό που γίνεται είναι ότι, σε ακραίες καταστάσεις που η επιβίωση απειλείται, η φυλακή αυτή ανοίγει, αλλά μόνον μέσα από το ένστικτο επιβίωσης. Τα ένστικτα είναι αναγκαία και υγιή, όμως βασίζονται πάντοτε σε μία χωριστικότητα, στον ατομισμό – έστω και αν πολλοί ατομισμοί συνενώνονται για να είναι αποτελεσματικοί. Το υπόβαθρο όμως παραμένει ίδιο και η ποιότητα δεν αλλάζει, ακόμη και αν αλλάζουν οι συνθήκες όπως π.χ. η τεχνολογία που άλλαξε τα πάντα. Και είναι ένα υπόβαθρο που αλλάζει πολύ δύσκολα και αργά. Όμως, σε τελική ανάλυση, αυτό είναι που, αν αλλάξει, τότε θα μπορέσουν όλα τα προηγούμενα βαθμιαία να αλλάξουν και αυτά.
Όλα αυτά αποτελούν το σκοτεινό υπόβαθρο, πάνω στο οποίο στηρίζονται και οι εξουσίες. Υπάρχει ένα ποιοτικό νήμα που συνδέει τα δύο άκρα της κοινωνίας, παρ’ όλο που τα συμφέροντα μπορεί να διαφέρουν. Αυτό δεν αποτελεί δικαιολογία για την κορυφή, όμως δείχνει και τον δρόμο για μια αλλαγή προς το καλύτερο.
Γράφει η Ιωάννα Μουτσοπούλου